- ὀκταμηνιαῖος
- ὀκτα-μηνῐαῖος, α, ον,A of eight months,
ἀνοχαί D.S.14.38
;χρόνος POxy.1627.9
(iv A.D.) ; eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνοχαί D.S.14.38
;χρόνος POxy.1627.9
(iv A.D.) ; eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκταμηνιαίος — και οχταμηνιαίος, α, ο (Α ὀκταμηνιαῑος και ὀκτωμηνιαῑος, α, ον) [οκτάμηνος] 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῑος χρόνος», πάπ.) 2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος … Dictionary of Greek
ὀκταμηνιαῖα — ὀκταμηνιαῖος of eight months neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταμηνιαίου — ὀκταμηνιαῖος of eight months masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταμηνιαίους — ὀκταμηνιαῖος of eight months masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταμηνιαίῳ — ὀκταμηνιαῖος of eight months masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταμηνιαία — ὀκταμηνιαίᾱ , ὀκταμηνιαῖος of eight months fem nom/voc/acc dual ὀκταμηνιαίᾱ , ὀκταμηνιαῖος of eight months fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτωμηνιαίος — ὀκτωμηνιαῑος, α, ον (Α) βλ. οκταμηνιαίος … Dictionary of Greek
οχταμηνιαίος — α, ο βλ. οκταμηνιαίος … Dictionary of Greek